- ευχερής
- -ές (ΑΜ εὐχερής, -ές)αυτός τον οποίο εύκολα χειρίζεται κάποιος, αυτός που γίνεται ή πραγματοποιείται εύκολα, ο εύκολος, ο άκοποςμσν.ικανός σε κάτιαρχ.1. (για πρόσ. και ζώα) α) ενδοτικός, υποχωρητικός, εύκολος, βολικόςβ) επιδέξιος, επιτήδειος, ικανός2. (με κακή σημ.) αυτός που ενεργεί εύκολα, επιπόλαια, αυτός που έχει ελαστική συνείδηση, ο ηθικά ανερμάτιστος3. φρ. α) «εὐχερές ἐστι» — είναι εύκολοβ) «ἐν εὐχερεῑ τίθημι» — θεωρώ κάτι ως εύκολο, δεν αποδίδω την πρέπουσα σημασία σε κάτι, τό παίρνω ελαφράγ) «τὸ εὐχερές τῶν ὀνομάτων» — η ευκολία χρήσεως τών ονομάτων.επίρρ...ευχερώς (ΑΜ εὐχερῶς)με ευχέρεια, εύκολα, άνετα, άκοπααρχ.1. απερίσκεπτα, ανόητα, επιπόλαια2. πρόθυμα3. φρ. «εὐχερῶς ἔχω πρός τι» — έχω κλίση, διάθεση, τάση προς κάτι.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λέξη είναι σύνθετη με α' σύνθ. ευγια το β' σύνθ. υπάρχουν ερμηνευτικές δυσχέρειες (πρβλ. το αντίθετο δυσ-χερής). Παραδοσιακά η λ. θεωρήθηκε σύνθετη με β' σύνθ. χειρ, αλλά τόσο μορφολογικά (θα αναμενόταν χειρ- αντί χερ-) όσο και σημασιολογικά η ερμηνεία αυτή δεν είναι απόλυτα ικανοποιητική. Κατ' άλλους, το β' σύνθ. τής λέξεως ανάγεται στη ρίζα τού χαίρω*. Θα πρέπει όμως να υποτεθεί απαθής βαθμίδα *χέρος (πρβλ. ευμενής -μένος), ενώ όλα τα σύνθετα τού χαίρω με θέμα -ς σχηματίζονται με την ασθενή βαθμίδα (πρβλ. περι-χαρής κ.ά.)].
Dictionary of Greek. 2013.